πηγαινοερχομός

πηγαινοερχομός
ο см. πηγαιν(ο)έλα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πηγαινοερχομός" в других словарях:

  • πηγαινοερχομός — ο, Ν [πηγαινοέρχομαι] το να πηγαινοέρχεται κανείς, η συχνή μετάβαση και επιστροφή …   Dictionary of Greek

  • πηγαινοερχομός — ο το πήγαιν έλα, μετάβαση και επιστροφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πηγαινοερχάματα — τα, Ν [πηγαινοέρχομαι] ο πηγαινοερχομός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»